- περισκήνια
- περισκήνιαbalustradeneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περισκήνιον — τὸ, Μ 1. στον πληθ. τὰ περισκήνια α) ορειχάλκινα κιγκλιδώματα στο θέατρο β) η ορχήστρα τού θεάτρου 2. μτφ. το ανθρώπινο σώμα ως κατοικητήριο τής ψυχής («ἐλύπει τὸν φιλόσοφον τὸ θνητόν περισκήνιον», Θεοφύλ. Σιμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σκηνή +… … Dictionary of Greek